- πεδίλων
- πεδί̱λων , πέδιλονsandalsneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PIGACIAE — apud Ordericum Vitalem, rostra calceorum et aculei, scorpionum caudas referentes, cuiusmodi rostratorum calceorum repertorem, Fulconem Andium Comitem fuisse tradit his verbis, l. 8. Qui cum pedes haberet deformes, instituit sibi fieri longos et… … Hofmann J. Lexicon universale
ROSTRA — I. ROSTRA apud Adalberonem Laudun. in Carmine ad Robertum Regem. Coepit summa pedum cum tortis tendere rostris: calceorum sunt acumina, quae Annae Comnenae in Alexiade dicuntur πεδίλων προάλματα. Ita enim Scriptores vocant prominentes et ultra… … Hofmann J. Lexicon universale
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
εννήυσκλοι — ἐννήυσκλοι (Α) είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. τού εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη τού πέδιλου»] … Dictionary of Greek
θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
σκυθικός — ή, ό / σκυθικός, ή, όν, ΝΑ [Σκύθης / Σκυθία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκύθες ή στη Σκυθία («σκυθικός πολιτισμός») νεοελλ. φρ. α) «σκυθική τέχνη» αρχαιολ. τα αντικείμενα, κυρίως κοσμήματα και διακοσμητικά στοιχεία σκηνών, κάρων και… … Dictionary of Greek
σμινδυρίδια — τὰ, Α είδος πέδιλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το είδος αυτό υποδημάτων ονομάστηκε έτσι από το ανθρωπωνύμιο Σμινδυρίδης] … Dictionary of Greek
χιονοδρομία — Άθλημα. Bλ. λ. σκι. * * * η, Ν (αθλ.) ψυχαγωγική ασχολία, άθλημα και μέθοδος μετακίνησης που αξιοποιούν την κίνηση πάνω στο χιόνι με τη χρήση ζεύγους επίπεδων επιμηκών πεδίλων, τών χιονοπεδίλων, τα οποία συνδέονται στα υποδήματα τού χιονοδρόμου,… … Dictionary of Greek
χιονοπέδιλο — το, Ν συν. στον πληθ. τα χιονοπέδιλα ζεύγος πεδίλων ειδικών για χιονοδρομίες, κν. σκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + πέδιλο. Η λ., στον πληθ. χιονοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek